- Αριστοφάνης
- I
(περ. 445 π.Χ. – 388; π.Χ.). Κωμωδιογράφος. Θεωρείται ο επιφανέστερος εκπρόσωπος της λεγόμενης αρχαίας αττικής κωμωδίας· είναι ο μόνος του οποίου έχουν διασωθεί ολόκληρες κωμωδίες. Για τη ζωή του δεν είναι γνωστά πολλά πράγματα. Ήταν γιος του Φιλίππου από τον δήμο Κυδαθηναίων και την Πανδιονίδα φυλή. Οι αρχαίοι διαφωνούσαν για τον τόπο γέννησής του· άλλοι υποστήριζαν πως ήταν πολίτης της Λίνδου ή της Κάμιρου της Ρόδου, άλλοι της Ναυκράτιδος της Αιγύπτου και άλλοι της Αίγινας. Οι διχογνωμίες αυτές έχουν ως αφετηρία την αβάσιμη πληροφορία ότι ο δημαγωγός Κλέων επέδωκε εναντίον του ποιητή γραφήν ξενίας, τον κατηγόρησε δηλαδή ότι είχε αντιποιηθεί δικαιώματα Αθηναίου πολίτη ενώ ήταν ξένος. Πάντως είναι βέβαιο ότι o Α. έμενε τον περισσότερο καιρό στην Αίγινα όπου είχε κτήματα που είχαν δοθεί στον πατέρα του όταν εγκαταστάθηκαν εκεί Αθηναίοι κληρούχοι.Έγραψε τα πρώτα του έργα πολύ νέος και, επειδή μια συνήθεια που εφαρμοζόταν σαν νόμος απαγόρευε την εμφάνιση κωμωδοποιού που δεν είχε συμπληρώσει το 31ο έτος της ηλικίας του, δίδαξε τους Δαιταλείς (427 π.Χ., Β’ βραβείο), όπου διακωμωδούσε τις μεθόδους και το πνεύμα της αγωγής που επικρατούσε τότε, και τους Βαβυλώνιους (426 π.Χ.) με το όνομα του χοροδιδάσκαλου Καλλιστράτου. Σε αυτό το έργο του, που παίχτηκε στα Μεγάλα Διονύσια, κατά τα οποία παρακολουθούσαν τις παραστάσεις αντιπρόσωποι όλων των μελών της Αθηναϊκής συμμαχίας, o ποιητής κάνει έναν εξαιρετικά φανερό υπαινιγμό για την πολιτική των Αθηναίων απέναντι στους συμμάχους τους με τον χορό των δούλων που άλεθαν στον μύλο και θρηνούσαν για την κακή συμπεριφορά του αφέντη τους. Ο Κλέων αντέδρασε αμέσως κατηγορώντας τον Καλλίστρατο ότι δυσφημεί την πόλη. Οι Αχαρνείς (425 π.Χ.), το παλαιότερο έργο του ποιητή με το οποίο ο Α. νίκησε τον Κρατίνο και τον Εύπολι, διδάχτηκε, όπως φαίνεται, με τις ίδιες συνθήκες· είναι ένα ελεύθερο παιχνίδι της φαντασίας που στρέφεται εναντίον του φιλοπόλεμου κόμματος και αντικαθρεφτίζει τη νοσταλγία για την ειρήνη του αγροτικού πληθυσμού που είχε συγκεντρωθεί μέσα στα τείχη της πόλης μετά την καταστροφή της αττικής υπαίθρου από τους Σπαρτιάτες.Το 424 π.Χ., μολονότι ο Α. εξακολουθούσε να χρησιμοποιεί άλλα ονόματα, δίδαξε για πρώτη φορά με το όνομά του τους Ιππείς και μάλιστα λέγεται ότι έπαιξε o ίδιος τον ρόλο του Παφλαγόνα, ενός δούλου που με κολακείες κάνει ό,τι θέλει τον αφέντη του, τον αθηναϊκό δήμο, και άνω-κάτω το σπιτικό. To έργο είναι μια πικρόχολη και βίαιη επίθεση εναντίον του Κλέωνα και επιπλέον πράξη μεγάλης τόλμης, επειδή o δημαγωγός βρισκόταν τότε στο απόγειο της δύναμής του. Το 423 π.Χ. ο Α. δίδαξε τις Νεφέλες, όπου ένας πατέρας, ο γεωργός Στρεψιάδης, τσακισμένος από τα χρέη που επωμίστηκε εξαιτίας του άσωτου βίου του γιου του Φειδιππίδη, ελπίζει να τα βγάλει πέρα με τους πιστωτές του, χάρη στην τέχνη διαστροφής του δικαίου που δίδασκαν οι σοφοί της εποχής. Ο διάλογος μεταξύ Δικαίου και Αδίκου Λόγου είναι ο λαμπρότερος από όλους τους αριστοφανικούς διαλόγους και το πρώτο τραγούδι του χορού των Νεφελών ένα υπέροχο κομμάτι της ελληνικής ποίησης. Στο έργο αυτό o Α. γελοιοποιεί τον Σωκράτη μέσα στα πλαίσια της σύγκρουσης μεταξύ παλιάς και νέας αγωγής των νέων, χωρίς να τον διαχωρίζει από τη σοφιστική, επειδή τον θεωρούσε κι αυτόν εμπνευστή ύποπτων νεωτερισμών. To έργο δεν άρεσε στο αθηναϊκό κοινό, ο ποιητής όμως το θεωρούσε ως το αριστούργημά του (Νεφέλες στίχ. 522, Σφήκες στίχ. 1047)· το ξαναδούλεψε και έχει σωθεί με αυτή τη δεύτερη μορφή.Στα Λήναια του 422 ο Α. παρουσιάζει τους Σφήκες και τον Προαγώνα, που δεν σώθηκε και είχε θέμα την παρουσίαση των ηθοποιών που γινόταν πριν από την τραγωδία. Στους Σφήκες ο Βδελυκλέων έρχεται σε σύγκρουση με τον πατέρα του Φιλοκλέωνα (ακόμη και στα ονόματα φαίνεται καθαρά o στόχος της σάτιρας του Α.) που είχε τη μανία της προσφυγής στα δικαστήρια για ασήμαντες αιτίες. Ο χορός εδώ αποτελείται από γέρους δικαστές που έχουν μεταμφιεστεί σε σφήκες με κεντρί. Η διακωμώδηση της μανίας αυτής που λυμαινόταν την Αθήνα του 5ου αι., όπου υπήρχαν έξι χιλιάδες λαϊκοί δικαστές που αμείβονταν (τόσους είχε η Ηλιαία), έχει εμπνεύσει και στον Ρακίνα την κωμωδία του Φιλόδικοι (Plaideurs). Θέμα παρόμοιο με τους Αχαρνείς έχει και η Ειρήνη καθώς και οι χαμένες κωμωδίες Γεωργοί και Ολκάδες·η τελευταία, που παίχτηκε στα Διονύσια του 421, είχε εξαιρετική επικαιρότητα: οι δύο στυλοβάτες του πολέμου, ο Αθηναίος Κλέων και ο Σπαρτιάτης Βρασίδας, είχαν σκοτωθεί και φαινόταν πιθανή η κατάπαυση των εχθροπραξιών και η σύναψη ειρήνης, που μάλιστα συνέπεσε σχεδόν με την παράσταση του έργου. Το 414, ο Φιλωνίδης ανέβασε την κωμωδία Αμφιάραος ως αντιπρόσωπος του ποιητή και την ίδια χρονιά, κατά τη διάρκεια της εκστρατείας στη Σικελία, ο Α. παρουσίασε τους Όρνιθες, την πληρέστερη κωμωδία του, όπου θριαμβεύουν η φαντασία, το πνεύμα και ο ποιητικός του οίστρος. Με ανάερη ελαφρότητα και ανεπιτήδευτη ευθυμία o τραχύς και πικρόχολος ποιητής εξυμνεί τα πιο χαρούμενα πλάσματα της φύσης, τα πουλιά, και η λαχτάρα του για μια ξέγνοιαστη ζωή αποτελεί έμπνευση των ωραιότερων τραγουδιών του. Και όμως τον Α. νίκησε τότε o Αμειψίας με τους Κομπαστές του. Το 411 γράφει τη Λυσιστράτη (που την ανέβασε πάλι ο Καλλίστρατος), μια αμερόληπτη διαμαρτυρία του πολέμου, με πολύ λίγους πολιτικούς υπαινιγμούς, όπου ο ποιητής εκδηλώνει ένα αληθινά πανελλήνιο αίσθημα. Η Αθηναία Λυσιστράτη με βοηθό τη Σπαρτιάτισσα Λαμπιτώ αποφασίζουν να χρησιμοποιήσουν ένα είδος ερωτικής απεργίας για να τεθεί τέρμα στον πόλεμο. Από τα ωραιότερα κομμάτια του Α. είναι o λόγος της Λυσιστράτης, η οποία τονίζει την κοινή τύχη που ενώνει τις ελληνικές φυλές που αλληλοσπαράζονται. Το ίδιο έτος γράφει και τις Θεσμοφοριάζουσες με ολότελα διαφορετική κατεύθυνση, όπου σατιρίζεται για τον μισογυνισμό του ο Ευριπίδης, προσφιλής στόχος του Α., o οποίος τον κατηγορεί ως νεωτεριστή που εξευτέλισε την τραγωδία σε σύγκριση με την καλλιτεχνική ευπρέπεια και τη θρησκευτική επιβλητικότητα του Αισχύλου. Τον ίδιο στόχο έχουν και οι Βάτραχοι (τους παρουσίασε πάλι ο Φιλωνίδης στα Λήναια του 405 και πήραν το Α’ βραβείο), όπου ο Διόνυσος, ως θεός της τραγωδίας, κατεβαίνει στον Άδη για να ξαναφέρει τον Ευριπίδη πίσω στη Γη που πια δεν έχει τραγικούς ποιητές και στο τέλος παίρνει μαζί του τον Αισχύλο. Σε αυτή την κωμωδία ο Α. στρέφει τα βέλη του και εναντίον του Αλκιβιάδη (με τον οποίο είχε έρθει σε σύγκρουση), πράγμα που έκανε πιο φανερά και βίαια σε προγενέστερες κωμωδίες του, τους Ταγηνιστάς και τον Τριφάλην που είχε θέμα την ερωτική ζωή του Αθηναίου στρατηγού (από τα έργα αυτά σώζονται μόνο ελάχιστα αποσπάσματα του δεύτερου). Στον Γηρυτάδη, έργο της ίδιας περίπου εποχής με τα προηγούμενα (είναι γνωστά λίγα μόνο αποσπάσματά του), εμφανίζει τη νέα τέχνη να συγκρούεται με την παλιά και διακηρύσσει την υψηλή παιδαγωγική αποστολή της τέχνης. Την κωμωδία αυτή το αθηναϊκό κοινό τίμησε και με δεύτερη παράσταση, πράγμα πολύ σπάνιο. Από τις Εκκλησιάζουσες (392) και τον Πλούτο (388), τα όψιμα από τα έργα του Α. που σώζονται, λείπουν οι αναφορές σε πρόσωπα και o ποιητής καταγγέλλει την εξαφάνιση της αττικής παρρησίας που έθρεψε την κωμωδία. Στην πρώτη, όπως και στη Λυσιστράτη, οι γυναίκες της Αθήνας αποφασίζουν να εφαρμόσουν ένα σύστημα διακυβέρνησης όπου όλα θα ανήκουν σε όλους· η εφαρμογή όμως της αρχής αυτής σκοντάφτει όταν πρόκειται να καθιερωθεί η ισότητα ανάμεσα σε γριές και νέες ως προς το μερίδιό τους από τον έρωτα. Στον Πλούτο, το τελευταίο γνωστό έργο του Α., ο ομώνυμος θεός, που τον είχε τυφλώσει η κακή κατάσταση του κόσμου, πρόκειται να βρει το φως του για να ξαναμοιράσει τα αγαθά με δίκαιο τρόπο. Σε αυτές τις δύο τελευταίες κωμωδίες λείπει η παράβαση και τα χορικά περιορίζονται τόσο, που τελικά χάνονται. Η διάρθρωση αυτή θα αποτελέσει κανόνα στη νέα κωμωδία, αλλά και οι τύποι τους, όπως o δούλος Καρίων, έχουν διαμορφωθεί με τρόπο που προετοιμάζει την εμφάνιση της μέσης κωμωδίας. Ο Α. έγραψε άλλες δύο κωμωδίες, τον Κώκαλο και τον Αιολοσίκωνα (παρωδία τραγωδίας χωρίς χορικά), για τις οποίες είναι γνωστό ότι τις δίδαξε με το όνομα του γιου του Αραρώς, που ήταν κι αυτός σπουδαίος κωμωδιογράφος, όπως και οι άλλοι δύο γιοι του Φίλιππος και Νικόστρατος.Από τα 44 έργα που οι αρχαίοι αποδίδουν στον Α. μόνο 11 σώθηκαν ολόκληρα. Στους σκηνικούς αγώνες ο Α. κέρδισε τέσσερα πρώτα βραβεία, τρία δεύτερα και ένα τρίτο. Το έργο του έχει εμπνεύσει τους Λατίνους, την ευρωπαϊκή Αναγέννηση και τον γαλλικό 17o αι., και οι κωμωδίες του διαβάζονται με θαυμασμό και παίζονται με επιτυχία μέχρι σήμερα. Το κωμικό στοιχείο των καταστάσεων το αντλεί ασφαλώς από το οπλοστάσιο της παράδοσης, όμως πριν από όλα εκμεταλλεύεται την κοινωνική και πολιτική επικαιρότητα με την έννοια ότι o Α. εντάσσεται στη ζωή της πόλης. Σαφέστερο πολιτικό χαρακτήρα έχουν οι κωμωδίες της πρώτης περιόδου (425-421), όπου o ποιητής νοσταλγεί την παλιά αρετή των μαραθωνομάχων και προσβάλλει κυρίως τους δημαγωγούς Κλέωνα και Υπέρβολο. Από ιστορικής πλευράς το έργο του Α. αντικαθρεφτίζει τη διάσταση που χώριζε ψυχικά τους Αθηναίους και εξηγεί τις αμφιταλαντεύσεις τους στην πρώτη περίοδο του Πελοποννησιακού πολέμου που έκλεισε με τη Νικίειο ειρήνη (421). Το καλύτερο δείγμα της αριστοφανικής μεγαλοφυΐας είναι η ικανότητα του ποιητή να συγχωνεύει τόσο ανάλαφρα τα συνηθισμένα στοιχεία με τα ποιητικά και λυρικά μέσα σε ένα όργιο ποιητικής φαντασίας όπου εγκαταλείπεται στη γοητεία του ονείρου και του τραγουδιού. Την κωμωδία του Α. οι αττικιστές γραμματικοί θεώρησαν ως την καθαρότερη πηγή της αρχαίας αττικής διαλέκτου και στο γεγονός αυτό οφείλεται βασικά και η διάσωση των έντεκα κωμωδιών του.
Στιγμιότυπο παράστασης του Εθνικού Θεάτρου στο Ηρώδειο με τον «Πλούτο» του Αριστοφάνη (φωτ. Ν. Κοντού).
Ο Αριστοφάνης, όπως εικονίζεται σε αρχαίο γλυπτό (Πινακοθήκη Ουφίτσι, Φλωρεντία· φωτ. Igda).
IIΣτιγμιότυπο από παράσταση των «Νεφελών» του Αριστοφάνη στο ρωμαϊκό θέατρο της Όστια στην Ιταλία (φωτ. Bosio).
Όνομα διαφόρων ιστορικών προσώπων.1. Α. ο Βυζάντιος (257; – 180 π.Χ.). Αλεξανδρινός γραμματικός. Νεότατος πήγε στην Αλεξάνδρεια όπου υπήρξε μαθητής του Καλλίμαχου, του τραγικού Ευφρονίου και του κωμωδιογράφου Μάχωνα. Από το 195 π.Χ. υπήρξε προϊστάμενος της Βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας. Μαθητές του ήταν ο Αρίσταρχος ο Σαμόθραξ και o Αρτεμίδωρος ο Καλλίστρατος. Έκανε κριτικές εκδόσεις των ομηρικών επών, στα οποία αντικατέστησε τους στίχους που είχε αφαιρέσει o Ζηνόδοτος καθώς και όσους αυτός είχε θεωρήσει νόθους, των έργων του Ησιόδου, των τραγικών, του Αριστοφάνη και του Μενάνδρου (έγραψε και υποθέσεις των τραγωδιών με τον μύθο και τον χρόνο διδασκαλίας τους). Έκανε επίσης σχολιασμένες εκδόσεις των λυρικών ποιητών (Πίνδαρος, Αλκαίος, Ανακρέοντας) όπου εξέταζε τα μέτρα και χρησιμοποίησε νέα κριτικά σημεία. Ασχολήθηκε και με τα έργα του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη (έκανε επιτομή του έργου Περί ζώων). Πρώτος χρησιμοποίησε πλήρως στίξη, τόνους και πνεύματα (που ήταν και πριν από τον Α. γνωστά) στα κείμενα που έως τότε γράφονταν με τρόπο που δεν ξεχώριζαν οι λέξεις και οι προτάσεις. Πρώτος επίσης διατύπωσε κριτικές γνώμες για τους συγγραφείς των Κανόνων, καταλόγων των κλασικών συγγραφέων των διαφόρων λογοτεχνικών ειδών, ενώ διόρθωσε και συμπλήρωσε τους Πίνακες του Καλλιμάχου.Σημαντικό είναι το έργο του Α. και στον λεξικογραφικό τομέα· με το έργο του Λέξεις μπορεί να θεωρηθεί ιδρυτής του κλάδου αυτού της φιλολογίας. Το έργο αυτό ήταν διαιρεμένο σε διαλέκτους (Αττικαί λέξεις, Λακωνικαί γλώσσαι κλπ.) και περιείχε συλλογή και ξένων λέξεων. Στη γραμματική ακολουθούσε την αρχή της αναλογίας. Το έργο του Α., που είχε ανυπολόγιστη αξία για τη φιλολογική επιστήμη, σώθηκε μόνο κατά ένα μέρος, αποτέλεσε όμως πηγή από την οποία άντλησαν όλοι οι μεταγενέστεροί του γραμματικοί.2. Αγγειογράφος (τέλη 5ου αι. π.Χ.). Εργαζόταν για τον αγγειοπλάστη Εργίνο. Έργα του είναι δύο κύλικες, η Γιγαντομαχία (Μουσείο Βερολίνου) και η Κενταυρομαχία (Μουσείο Βοστώνης).IIIΤίτλος πολιτικοσατιρικής εφημερίδας που εκδιδόταν στην Αθήνα (1874-83). Ιδρυτής της ήταν ο Παναγιώτης Πηγαδιώτης. O Α. άσκησε βίαιη πολεμική εναντίον του τότε πρωθυπουργού Δημήτριου Βούλγαρη και υποστήριξε την έξοδο της Ελλάδας εναντίον της Τουρκίας στον Ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1878.
Dictionary of Greek. 2013.